Johann Sebastian Bach ( 1685 - 1750 )
Ιστορία της μουσικής, Υποδομή 1978
Όλοι οι ιστορικοί της μουσικής υπογραμμίζουν το παράδοξο γεγονός ότι ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ο αντιπροσωπευτικότερος από τους γερμανούς δασκάλους, δεν βασανίστηκε ποτέ από την έγνοια της πρωτοτυπίας. Με μια φιλοσοφία και μετριοφροσύνη που προκαλούν τη συγκίνηση, θέλησε ν’ αρκεστεί στη γλώσσα όλου του κόσμου, να χρησιμοποιήσει τις τρέχουσες μορφές, να σεβαστεί τις συνήθειες και να διαιωνίσει τις παραδόσεις των προκατόχων του. Πολύ ταπεινά, μελέτησε από κοντά τη γραφή των μεγαλυτέρων του κι αντέγραφε υπομονετικά τα έργα τους για ν’ αφομοιώσει την τεχνική τους. Το αποτέλεσμα αυτής της υπομονετικής μαθητείας, οδήγησε αυτό τον καλό τεχνίτη στην πιο περίτρανη δεξιοτεχνία γραφής, επιτρέποντάς του να βρει, χωρίς να το έχει αναζητήσει, την πιο ένδοξη πρωτοτυπία.
Πάνω από έναν αιώνα, η οικογένεια Μπαχ “ έκανε ” μουσική στη Θουριγγία. Ο γενάρχης της, ο μυλωνάς Φάϊτ Μπαχ, που είχε έρθει από την Ουγγαρία, έπαιζε λαούτο, ο γιος του Χανς, κιθάρα, τρεις από τους εγγονούς και πέντε από τους δισέγγονούς του ήταν οργανίστες ή επαγγελματίες εκτελεστές οργάνων, που με τη σειρά τους έφεραν στον κόσμο δεξιοτέχνες του εκκλησιαστικού οργάνου και συνθέτες. Όσο για τον πατριάρχη Γιόχαν Σεμπάστιαν, τον βγαλμένο απ’ αυτή τη γενιά των καλλιτεχνών, θα πολλαπλασίαζε με τη σειρά του τους καλούς υπηρέτες της τέχνης, φέρνοντας ο ίδιος στον κόσμο κάμποσες γενιές μουσικών με αξία.
Γεννημένος στο Άιζεναχ, ( Eisenach ) ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ ορφάνεψε από τα δέκα του χρόνια κι ανατράφηκε από το μεγαλύτερο αδελφό του Γιόχαν Κρίστοφερ, εξαίρετο μουσικό, που τον προσανατόλισε αμέσως προς την πατροπαράδοτη μουσική καριέρα. Στο Άιζεναχ ο Μπαχ αρχίζει να δέχεται την επιρροή της ιταλίζουσας ατμόσφαιρας που επικρατούσε στη Νότια Γερμανία, μελετώντας τα έργα του Φρόμπεργκερ και του Πάχελμπελ που ήταν δάσκαλος του Γιόχαν Κρίστοφερ.
Ύστερα από λίγο, τον παίρνουν στη χορωδία του ναού του Αγ. Μιχαήλ, στο Λύνεμπουργκ, ( Lunemburg ), μελετά εκκλησιαστικό όργανο και ξεχωρίζει για τα λαμπρά του προσόντα σαν εκτελεστής. Στα δεκαοκτώ του χρόνια είναι μέλος της ορχήστρας του δούκα της Βαϊμάρης σαν βιολιστής κι ύστερα από λίγο γίνεται οργανίστας στο Άρνστατ ( Arnstadt ) κι έπειτα στο Μύλχάουζεν ( Mulhausen ).
Πάνω από έναν αιώνα, η οικογένεια Μπαχ “ έκανε ” μουσική στη Θουριγγία. Ο γενάρχης της, ο μυλωνάς Φάϊτ Μπαχ, που είχε έρθει από την Ουγγαρία, έπαιζε λαούτο, ο γιος του Χανς, κιθάρα, τρεις από τους εγγονούς και πέντε από τους δισέγγονούς του ήταν οργανίστες ή επαγγελματίες εκτελεστές οργάνων, που με τη σειρά τους έφεραν στον κόσμο δεξιοτέχνες του εκκλησιαστικού οργάνου και συνθέτες. Όσο για τον πατριάρχη Γιόχαν Σεμπάστιαν, τον βγαλμένο απ’ αυτή τη γενιά των καλλιτεχνών, θα πολλαπλασίαζε με τη σειρά του τους καλούς υπηρέτες της τέχνης, φέρνοντας ο ίδιος στον κόσμο κάμποσες γενιές μουσικών με αξία.
Γεννημένος στο Άιζεναχ, ( Eisenach ) ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ ορφάνεψε από τα δέκα του χρόνια κι ανατράφηκε από το μεγαλύτερο αδελφό του Γιόχαν Κρίστοφερ, εξαίρετο μουσικό, που τον προσανατόλισε αμέσως προς την πατροπαράδοτη μουσική καριέρα. Στο Άιζεναχ ο Μπαχ αρχίζει να δέχεται την επιρροή της ιταλίζουσας ατμόσφαιρας που επικρατούσε στη Νότια Γερμανία, μελετώντας τα έργα του Φρόμπεργκερ και του Πάχελμπελ που ήταν δάσκαλος του Γιόχαν Κρίστοφερ.
Ύστερα από λίγο, τον παίρνουν στη χορωδία του ναού του Αγ. Μιχαήλ, στο Λύνεμπουργκ, ( Lunemburg ), μελετά εκκλησιαστικό όργανο και ξεχωρίζει για τα λαμπρά του προσόντα σαν εκτελεστής. Στα δεκαοκτώ του χρόνια είναι μέλος της ορχήστρας του δούκα της Βαϊμάρης σαν βιολιστής κι ύστερα από λίγο γίνεται οργανίστας στο Άρνστατ ( Arnstadt ) κι έπειτα στο Μύλχάουζεν ( Mulhausen ).
Ο J. S. Bach με τη δεύτερη γυναίκα του A. M. Wilcken το 1736
Στα εικοσιδυό του χρόνια παντρεύεται την εξαδέλφη του Μαρία Βαρβάρα και κατόπιν μπαίνει στην υπηρεσία του δούκα της Σαξονίας – Βαϊμάρης, που στο πρόσωπό του δεν εκτίμησε παρά μόνο το δεξιοτέχνη. Για να πετύχει τη θέση του αρχιμουσικού που επιδιώκει του κάκου, αναγκάζεται να ν’ αλλάξει προστάτη κι επιτέλους βλέπει την επιθυμία του να πραγματοποιείται χάρη στον πρίγκιπα του Άνχαλντ – Καίτεν που επί επτά χρόνια θα τον κρατήσει στην αυλή του περιβάλλοντάς τον με στοργή και θα του επιτρέψει ν’ αφοσιωθεί ελεύθερα στη σύνθεση.
Στα τριανταπέντε του χρόνια χάνει τη γυναίκα του, που του είχε δώσει οκτώ παιδιά, και τον επόμενο χρόνο παντρεύεται μια καλή μουσικό, την Άννα Μαγδαληνή Βίλκεν που θα του δώσει άλλα δεκατέσσερα. Διαδέχεται τον Κύναου στην περίοπτη θέση του Κάντορα της σχολής του ναού του Αγ. Θωμά στη Λειψία και περνά εκεί μια ζωή γεμάτη σκληρή δουλειά κάτω από δύσκολες υλικές συνθήκες αντιμετωπίζοντας συντριπτικές παιδαγωγικές και διοικητικές ευθύνες, που όμως δεν τον εμποδίζουν να μακραίνει τον κατάλογο των αριστουργημάτων του αλλά και να εκτελεί τις αναρίθμητες παραγγελίες σύνθεσης περιστασιακών έργων, όπως τον υποχρεώνει ο τίτλος του
Η παραγωγή αυτού του ακάματου δουλευτή μας αφήνει άναυδους με την αφθονία και την ποιότητά της. Γιατί ο Μπαχ, κάθε βδομάδα έφερνε στον κόσμο τις καντάτες και τα μοτέτα του, όπως και τα παιδιά του, “ εις μείζονα δόξα Κυρίου ”.
Κάθε βδομάδα έγραφε έργα για τη λειτουργία της επόμενης Κυριακής, ξέροντας πολύ καλά ότι δεν θα παιζόταν παρά μόνο μία φορά. Έβαζε τη γυναίκα και τα παιδιά του ν’ αντιγράφουν τις πάρτες κι επεξεργαζόταν τις συνθέσεις αυτές, που προοριζόταν για ένα ακροατήριο αφηρημένων ή αμαθών, με την ίδια σχολαστική φροντίδα που θα επιστράτευε για να δώσει μια καλλιτεχνική μάχη αποφασιστικής σημασίας. Κι εκεί, άφηνε να εκδηλωθεί μια αξιοθαύμαστη επιστήμη γραφής αλλά και μια εκφραστική ειλικρίνεια που αντλούσε από τη θέρμη της θρησκευτικής του πίστης.
Παρά την αξιοθρήνητη κατάσταση της υγείας του και την δοκιμασία της τύφλωσης που θα υποστεί λίγο πριν την αποπληξία που θα βάλει τέρμα στην ζωή του, χριστιανικά υποταγμένος στις βουλές της Θείας Πρόνοιας θα τελειώσει ειρηνικά στον Άγιο Θωμά, σε ηλικία 65 χρονών.
Στα τριανταπέντε του χρόνια χάνει τη γυναίκα του, που του είχε δώσει οκτώ παιδιά, και τον επόμενο χρόνο παντρεύεται μια καλή μουσικό, την Άννα Μαγδαληνή Βίλκεν που θα του δώσει άλλα δεκατέσσερα. Διαδέχεται τον Κύναου στην περίοπτη θέση του Κάντορα της σχολής του ναού του Αγ. Θωμά στη Λειψία και περνά εκεί μια ζωή γεμάτη σκληρή δουλειά κάτω από δύσκολες υλικές συνθήκες αντιμετωπίζοντας συντριπτικές παιδαγωγικές και διοικητικές ευθύνες, που όμως δεν τον εμποδίζουν να μακραίνει τον κατάλογο των αριστουργημάτων του αλλά και να εκτελεί τις αναρίθμητες παραγγελίες σύνθεσης περιστασιακών έργων, όπως τον υποχρεώνει ο τίτλος του
Η παραγωγή αυτού του ακάματου δουλευτή μας αφήνει άναυδους με την αφθονία και την ποιότητά της. Γιατί ο Μπαχ, κάθε βδομάδα έφερνε στον κόσμο τις καντάτες και τα μοτέτα του, όπως και τα παιδιά του, “ εις μείζονα δόξα Κυρίου ”.
Κάθε βδομάδα έγραφε έργα για τη λειτουργία της επόμενης Κυριακής, ξέροντας πολύ καλά ότι δεν θα παιζόταν παρά μόνο μία φορά. Έβαζε τη γυναίκα και τα παιδιά του ν’ αντιγράφουν τις πάρτες κι επεξεργαζόταν τις συνθέσεις αυτές, που προοριζόταν για ένα ακροατήριο αφηρημένων ή αμαθών, με την ίδια σχολαστική φροντίδα που θα επιστράτευε για να δώσει μια καλλιτεχνική μάχη αποφασιστικής σημασίας. Κι εκεί, άφηνε να εκδηλωθεί μια αξιοθαύμαστη επιστήμη γραφής αλλά και μια εκφραστική ειλικρίνεια που αντλούσε από τη θέρμη της θρησκευτικής του πίστης.
Παρά την αξιοθρήνητη κατάσταση της υγείας του και την δοκιμασία της τύφλωσης που θα υποστεί λίγο πριν την αποπληξία που θα βάλει τέρμα στην ζωή του, χριστιανικά υποταγμένος στις βουλές της Θείας Πρόνοιας θα τελειώσει ειρηνικά στον Άγιο Θωμά, σε ηλικία 65 χρονών.
" Μουσική Προσφορά "
Το χειρόγραφο της εισαγωγής της εξαμερούς φούγκας
Τα κύρια έργα του είναι :
Για το εκκλησιαστικό όργανο, οι σειρές από πρελούντια και φούγκες κι από χορικά με παραλλαγές. Οι τακκάτες, οι σονάτες κι οι είκοσι παραλλαγές της Μεγάλης Πασσακάλιας σε ντο ελάσσονα.
Για το τσέμπαλο, οι Ενβασιόν ( Inventions ), η χρωματική φαντασία και Φούγκα, οι σονάτες, οι Αγγλικές και Γαλλικές Σουίτες, οι περίφημες παραλλαγές Γκόλντεμπεργκ και το Συγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο.
Για το βιολί, τρεις Παρτίτες και τρεις Σονάτες χωρίς συνοδεία, καθώς και έξι σονάτες με τσέμπαλο.
Για τη βιόλα ντα γκάμπα, τρεις σονάτες κι έξι σουίτες,
Για το φλάουτο, επτά σονάτες, δίχως να λογαριάζονται τα κονσέρτα του για ένα ή περισσότερα όργανα.
Αναφέρονται ακόμη τα τέσσερα Πάθη του, από τα οποία δεν έφτασαν ως εμάς παρά μόνο τα κατά Ιωάννη και τα κατά Ματθαίον, τα έξι Βρανδεμβούργεια Κονσέρτα του, το Μαγκνίφικατ, η Λειτουργία σε σι ελάσσονα και, στα τέλη της ζωής του, οι δύο εκείνοι άθλοι της τεχνικής που εγκολπώνουν τις υψηλότερες αξίες της καθαρής μουσικής που είναι η Μουσική Προσφορά στο Μεγάλο Φρειδερίκο κι η πολυφωνική διαθήκη του : η Τέχνη της Φούγκας.
Για το τσέμπαλο, οι Ενβασιόν ( Inventions ), η χρωματική φαντασία και Φούγκα, οι σονάτες, οι Αγγλικές και Γαλλικές Σουίτες, οι περίφημες παραλλαγές Γκόλντεμπεργκ και το Συγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο.
Για το βιολί, τρεις Παρτίτες και τρεις Σονάτες χωρίς συνοδεία, καθώς και έξι σονάτες με τσέμπαλο.
Για τη βιόλα ντα γκάμπα, τρεις σονάτες κι έξι σουίτες,
Για το φλάουτο, επτά σονάτες, δίχως να λογαριάζονται τα κονσέρτα του για ένα ή περισσότερα όργανα.
Αναφέρονται ακόμη τα τέσσερα Πάθη του, από τα οποία δεν έφτασαν ως εμάς παρά μόνο τα κατά Ιωάννη και τα κατά Ματθαίον, τα έξι Βρανδεμβούργεια Κονσέρτα του, το Μαγκνίφικατ, η Λειτουργία σε σι ελάσσονα και, στα τέλη της ζωής του, οι δύο εκείνοι άθλοι της τεχνικής που εγκολπώνουν τις υψηλότερες αξίες της καθαρής μουσικής που είναι η Μουσική Προσφορά στο Μεγάλο Φρειδερίκο κι η πολυφωνική διαθήκη του : η Τέχνη της Φούγκας.
Μέσα σ’ αυτές τις τόσο πολυποίκιλες μορφές, που τα παραδοσιακά τους πλαίσια είχε πειθήνια αποδεχτεί δίχως να φανερώσει την παραμικρότερη φιλοδοξία ανανέωσής τους, ο Μπαχ επιβεβαιώνει τη ρωμαλέα προσωπικότητά του και μ’ αυτή τη γαλήνη και την άνεση που τόσο τον χαρακτηρίζουν απεργάζεται την αρμονικότερη σύνθεση ανάμεσα στις τεχνικές κατακτήσεις της Ιταλίας και της Γαλλίας, της μεσημβρινής Γερμανίας και της σχολής του Αμβούργου.
Το άγαλμα του Bach στο Leipzig
Ο μουσικός αυτός, που ήδη από τα εφηβικά του χρόνια είχε περάσει βδομάδες ολόκληρες αντιγράφοντας το βιβλίο του εκκλησιαστικού οργάνου του Γάλλου Νικολά ντε Γκρινύ και τα έργα για τσέμπαλο του Κουπρέν, που είχε κάνει ηρωικές πεζοπορίες για ν’ ακούσει στο Αμβούργο το γέρο οργανίστα Ράινκεν ή για να δεχτεί στο Λύμπεκ ( Lubeck ) τις συμβουλές του Μπουξτεχούντε, που είχε στην άκρη των δαχτύλων του όλες τις φόρμουλες του Βιβάλντι, του Κορέλλι, του Παλεστρίνα και του Φρεσκομπάλντι, που ήταν το ίδιο δεξιοτέχνης στην πιο περίπλοκη αντιστικτική γραφή και στο πιο αγνό κι απέριττο αρμονικό ύφος, είχε καταβροχθίσει όλα τα λεξιλόγια, όλες τις γραμματικές κι όλα τα συντακτικά. Δεν πήρε ωστόσο καμία θέση. Αφομοίωσε όλες αυτές τις φαινομενικά αντιφατικές μεθόδους και σφυρηλάτησε μια γλώσσα προσωπική τόσο εύπλαστη και πλούσια, ώστε να την αναγνωρίζουμε αμέσως δίχως να μπορούμε να προσδιορίσουμε τεχνικά την πρωτοτυπία της.
Αυτό όμως που αποτελεί την συντριπτική υπεροχή του πάνω σ’ όλους τους συνθέτες του καιρού του, είναι το στοιχείο μιας βαθιάς ευαισθησίας που μεταμορφώνει τις φορμαλιστικότερες παρτιτούρες του. Δεν μιλάμε για τη σπαρακτική συγκίνηση που αναδίδουν τα Πάθη, η Λειτουργία ή τα Μοτέτα του, αλλά γι’ αυτό το μυστικό παλμό που διακρίνεται στα έργα της καθαρής του μουσικής, γι’ αυτή την ανθρώπινη θαλπωρή που θερμαίνει τα πρελούντια και τις φούγκες του.
Η μουσική είναι για τον Μπαχ ένας τρόπος έκφρασης τόσο καθημερινός και τόσο φυσικός ώστε αναπληρώνει γι’ αυτόν τον έναρθρο λόγο μ’ όλη την οικειότητα, την απλότητα, την εγκαρδιότητα, τη ροή, τις εκμυστηρεύσεις και την τρυφεράδα του. Κι αυτό ακριβώς είναι που διαιώνισε ως τις μέρες μας, μια ένταση εξίσου εκπληκτική, την ενέργεια της μουσικής αυτής, που μας φέρνει την ομολογία της πίστης ενός πιστού και που φωλιάζει πάντα μέσα στη γενναιόδωρη ψυχή ενός μεγάλου κι έντιμου ανθρώπου.
Πηγές στοιχείων : Εμίλ Βυλερμόζ, Ιστορία της μουσικής, Υποδομή 1978 καθώς και οι ιστοσελίδες που ήδη αναφέρθηκαν.
Αυτό όμως που αποτελεί την συντριπτική υπεροχή του πάνω σ’ όλους τους συνθέτες του καιρού του, είναι το στοιχείο μιας βαθιάς ευαισθησίας που μεταμορφώνει τις φορμαλιστικότερες παρτιτούρες του. Δεν μιλάμε για τη σπαρακτική συγκίνηση που αναδίδουν τα Πάθη, η Λειτουργία ή τα Μοτέτα του, αλλά γι’ αυτό το μυστικό παλμό που διακρίνεται στα έργα της καθαρής του μουσικής, γι’ αυτή την ανθρώπινη θαλπωρή που θερμαίνει τα πρελούντια και τις φούγκες του.
Η μουσική είναι για τον Μπαχ ένας τρόπος έκφρασης τόσο καθημερινός και τόσο φυσικός ώστε αναπληρώνει γι’ αυτόν τον έναρθρο λόγο μ’ όλη την οικειότητα, την απλότητα, την εγκαρδιότητα, τη ροή, τις εκμυστηρεύσεις και την τρυφεράδα του. Κι αυτό ακριβώς είναι που διαιώνισε ως τις μέρες μας, μια ένταση εξίσου εκπληκτική, την ενέργεια της μουσικής αυτής, που μας φέρνει την ομολογία της πίστης ενός πιστού και που φωλιάζει πάντα μέσα στη γενναιόδωρη ψυχή ενός μεγάλου κι έντιμου ανθρώπου.
Πηγές στοιχείων : Εμίλ Βυλερμόζ, Ιστορία της μουσικής, Υποδομή 1978 καθώς και οι ιστοσελίδες που ήδη αναφέρθηκαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου